- ψευτοφυλλάδα
- η1. φυλλάδα (εφημερίδα, έντυπο) γεμάτη ψευδολογίες ή με περιεχόμενο ανάξιο λόγου.2. ψευδολόγος: Σου είναι μια ψευτοφυλλάδα!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευτοφυλλάδα — η, Ν 1. έντυπο, ιδίως εφημερίδα ή περιοδικό, που δημοσιεύει ψευδείς ειδήσεις ή ανακρίβειες 2. μτφ. άνθρωπος που λέει συνεχώς ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + φυλλάδα] … Dictionary of Greek